δοκιμάσω

δοκιμάσω
δοκιμάζω
assay
aor subj act 1st sg
δοκιμάζω
assay
fut ind act 1st sg
δοκιμάζω
assay
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… …   Dictionary of Greek

  • ανακωδωνίζω — ἀνακωδωνίζω (Α) χτυπώ κάτι για να δοκιμάσω τον ήχο του, κουδουνίζω …   Dictionary of Greek

  • βαπορίσιος — ια, ιο αυτός που είναι κατάλληλος για τα βαπόρια και χρησιμοποιείται σ’ αυτά, που ανήκει σ’ αυτά: Δε θα ’θελα να δοκιμάσω βαπορίσια ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πίκρα — πίκρα, η και πικράδα, η 1. πικρή γεύση, πικρίλα: Τα ραδίκια έχουν μια ελαφριά πίκρα. 2. μτφ., λύπη, οδύνη, αλλιώς πικρία: Όπου γραφτό τις πιο βαριές να δοκιμάσω πίκρες (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”